Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International Relations and the political science.
Κατερίνη, 10/7/2020
Ήταν Σεπτέμβριος του 2013 στη Νέα Υόρκη. Εργάσιμη ημέρα και σε ώρα αιχμής έξω από το πολυκατάστημα της πολυεθνικής εταιρίας ‘‘Macy’s’’ στην πολύβουη 6η Λεωφόρο του Μανχάταν. Ο κόσμος αναμενόμενα πολύς, η κυκλοφοριακή κίνηση πυκνή και ασταμάτητη. Ξαφνικά, ακούω ένα απλό σφύριγμα και εν συνεχεία και εγώ και πολλοί άλλοι δίπλα μου γυρίζουν το κεφάλι. Ένας άντρας, προπορευόμενος ως επικεφαλής διαδήλωσης και συνοδεία δύο αστυνομικών, διασχίζει το πεζοδρόμιο, ακολουθούμενος από μέγα πλήθος που διαμαρτύρεται για την πολιτική του Προέδρου Ομπάμα στο Ιράκ. Πολλοί κρατούν πανό και πλακάτ, άλλοι απλά φωνάζουν. Οι διαδηλωτές περνούν για αρκετή ώρα από μπροστά μας, ώσπου μετά κάμποσα λεπτά το πλήθος τελειώνει, με δύο αστυνομικούς να περιφρουρούν τους τελευταίους απ’ αυτό.
Η ζωή και η κίνηση όμως στην 6η Λεωφόρο δεν σταμάτησε. Οι πεζοί συνέχισαν να κυκλοφορούν, οι περαστικοί διόλου αποκόπηκαν απ’ αυτό που σκόπευαν να κάνουν και η κίνηση των οχημάτων συνέχισε απολύτως κανονικά. Η πρώτη και άμεση σκέψη μου μετά από αυτό που είδα ήταν αν ποτέ μια τέτοια ‘‘εικόνα’’ θα μπορούσα να τη ζήσω και στην Ελλάδα, όπου σε δημόσιες διαδηλώσεις στην καλύτερη περίπτωση σταματούσαν τα πάντα την ώρα που αυτές πραγματοποιούνταν και στη χειρότερη προξενούνταν επεισόδια, ακρότητες, μέχρι και βανδαλισμοί.
Η παραπάνω σκέψη είχε να κάνει με την κοινωνικά και πολιτικά κατεκτημένη ισορροπία που είχε επιτευχθεί σε πολλές χώρες του πολιτισμένου Κόσμου ανάμεσα αφενός στο ‘‘ιερό’’, σε μια αληθινή Δημοκρατία, δικαίωμα του ‘‘συνέρχεσθαι’’ και του ‘‘δημοσίως εκφράζεσθαι’’ και αφετέρου στη διαφύλαξη της δημόσιας ασφάλειας, στον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υπολοίπων πολιτών και στη μη διατάραξη της κοινωνικο-οικονομικής ζωής του τόπου.
Οποιοσδήποτε νόμος, λοιπόν, για το δικαίωμα των δημοσίων συναθροίσεων σε οποιαδήποτε ευνομούμενη Πολιτεία έχει ως ratio θεσπίσεως, ως θεσμική αποστολή και ως τελολογική στόχευση την εύρεση και διατήρηση, μέσα από το περιεχόμενό του και τις κανονιστικές του ρυθμίσεις, αυτής της ισορροπίας, όπως παραπάνω αναφέρθηκε. Η ισορροπία ανάμεσα στην πλήρη κατοχύρωση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και στην κατασφάλιση της κοινωνικής ευρυθμίας και ομαλότητας είναι και το κορυφαίο κριτήριο της χρείας και αποτελεσματικότητας ενός τέτοιου νόμου.
Δια ταύτα, η ρυθμιστική παρέμβαση κάθε Πολιτείας επί του ζητήματος είναι εξ’ ορισμού δύσκολη. Διότι κάθε νόμος για τις δημόσιες συναθροίσεις είναι εκ των πραγμάτων μια ‘‘τομή στη συγκρουσιακή ζωή των παραπάνω εννόμων αγαθών’’. Στη δική μας χώρα, ωστόσο, που σέβεται τη μακρά παράδοση του λεγόμενου (ευρωπαϊκού) ‘‘ηπειρωτικού’’ δικαίου, υπάρχουν αξιακές σταθερές που μπορούν να καθορίσουν την ποιότητα της όποιας νομοθετικής παρέμβασης.
Πρώτον, το Σύνταγμα: Το άρθρο 11 επιτρέπει μεν στους Έλληνες να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα, αλλά στις υπαίθριες δημόσιες συναθροίσεις καθιστά δυνητική και την παρουσία της Αστυνομίας, στην οποία μάλιστα παρέχει το δικαίωμα να τις απαγορεύσει σε περίπτωση συντρέχοντος κινδύνου για τη δημόσια ασφάλεια και σοβαρής διατάραξης της κοινωνικο-οικονομικής νόρμας.
Δεύτερον, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) αναγνωρίζει (αρθ. 11) τη θεμελιώδη ελευθερία του ‘‘ειρηνικώς συνέρχεσθαι’’, αλλά ρητά προβλέπει ότι η άσκηση της μπορεί να υπαχθεί σε τιθέμενους με νόμο περιορισμούς που είναι απολύτως αναγκαίοι για να προστατεύσουν την εθνική και δημόσια ασφάλεια και τάξη, να εξυπηρετήσουν την πρόληψη του εγκλήματος και να προασπίσουν την υγεία και την ηθική ή και τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των τρίτων.
Τρίτον, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ) κατοχυρώνει το δικαίωμα του συνέρχεσθαι (αρθ. 12), υπό την απαραίτητη προϋπόθεση όμως ότι αυτό θα υλοποιείται στην πράξη ‘‘ειρηνικώς’’.
Με αυτές τις βάσεις, επομένως, και υπό την άνω ‘‘αξιακή συλλογιστική’’ και ‘‘νομικο-πολιτική προσέγγιση’’ πρέπει να επιχειρηθεί και η όποια κριτική στον ήδη ψηφισθέντα από την Ελληνική Βουλή νόμο για τις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις. Ο νόμος αυτός προβλέπει τη γνωστοποίηση της προγραμματιζόμενης συνάθροισης στην κατά τόπο αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή και δη με όποιο έγγραφο ή ηλεκτρονικό μέσο, επιβάλλει την ύπαρξη ‘‘οργανωτή’’ της συνάθροισης, άρα και υπευθύνου της απέναντι στην Πολιτεία και επιτρέπει ‘‘αυθόρμητες’’ και ‘‘απροειδοποίητες’’ μαζικές συναθροίσεις στην περίπτωση που δεν διασαλεύεται η δημόσια ασφάλεια ή δεν τίθεται εν κινδύνω η κοινωνικο-οικονομική ζωή.
Παράλληλα, εισάγει τον θεσμό του ‘‘Αστυνομικού ή Λιμενικού Διαμεσολαβητή’’, έτσι ώστε να υφίσταται ‘‘υπεύθυνος συνάθροισης’’ και από την πλευρά της Πολιτείας, ενώ απαριθμεί περιοριστικά τις περιπτώσεις απαγόρευσης μιας δημόσιας συνάθροισης (αρθ. 7) και κωδικοποιεί με νοηματική σαφήνεια και νομική φειδώ τις συγκεκριμένες περιπτώσεις που μια δημόσια συνάθροιση είναι δυνατόν να διαλύεται από τις αρχές (αρθ. 9). Εγκολπώνει διαδικαστικά στη διεξαγωγή των συναθροίσεων και τις εισαγγελικές αρχές (οι οποίες καθίστανται ενήμερες) και καθιερώνει, εν τέλει, ποινικές κυρώσεις και αστική ευθύνη για τους μη συμμορφούμενους.
Διαβάζοντας τον νόμο και έχοντας κατά νου αυτά που το Σύνταγμα, η ΕΣΔΑ και ο ΧΘΔΕΕ ορίζουν, η άμεση διαπίστωση είναι ότι ο νόμος και τα ανώτατης τυπικής ισχύος και υψηλού συμβολισμού παραπάνω νομοθετήματα (ελληνικό Σύνταγμα και Συμβάσεις του πρωτογενούς ενωσιακού-ευρωπαϊκού δικαίου) ‘‘συμβαδίζουν’’.
Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, έτσι όπως αυτό αποτυπώνεται στο Σύνταγμά μας και νοείται στον ψηφισθέντα νόμο, ανήκει βέβαια στον ‘‘σκληρό πυρήνα’’ των θεμελιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων. Άλλωστε, ως προσδιοριστικό της αξίας και του σεβασμού που αποδίδεται από την Πολιτεία σε κάθε πολίτη της και στην εξατομικευμένη ανθρώπινη υπόσταση, αποτελεί ‘‘πυλωνική’’ ελευθερία του αποκαλούμενου ‘‘status negativus’’ των ατομικών, συνταγματικών δικαιωμάτων.
Όμως οι ‘‘περιορισμοί’’, που κατ’ άρθρο 25 του Συντάγματος, επιβάλλονται με τον συγκεκριμένο νόμο όχι βέβαια στο δικαίωμα αυτό καθ’ αυτό, αλλά στον τρόπο άσκησης και δημόσιας εκφοράς του, είναι κατάλληλοι, αναγκαίοι και ανάλογοι με τις λειτουργικές ανάγκες που εξυπηρετούν (διαφύλαξη δημόσιας ασφάλειας, διατήρηση κοινωνικής ειρήνης, σεβασμός των δικαιωμάτων των τρίτων, στο πλαίσιο της λεγόμενης ‘‘Drittwirkung’’, δηλαδή της τριτενέργειας των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων), άρα και συμβατοί με την αρχή της αναλογικότητας αλλά και μη ‘‘καθαιρετικοί’’ του ‘‘σκληρού πυρήνα’’ του ίδιου του δικαιώματος (του συνέρχεσθαι).
Συνεπώς, στο κομβικό ερώτημα ‘‘τι εστί ο ψηφισθείς νόμος για τις δημόσιες συναθροίσεις;’’, που κυριάρχησε έντονα στον τρέχοντα δημόσιο διάλογο, η απάντηση είναι, κατά την προσωπική μου αντίληψη τουλάχιστον, ότι ο νόμος αυτός συνιστά μια αξιόλογη νομοθετική πρωτοβουλία. Με τον ψηφισθέντα νόμο, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι δεν αλλοιώνεται, δεν καταπνίγεται και δεν καταπατείται, ούτε βεβαίως καταργείται. Αλλά, αντιθέτως, ρυθμίζεται και ‘‘κανονικοποιείται’’ ως προς τον τρόπο άσκησης του. Διότι, ας γίνει, επιτέλους, αποδεκτό ότι στη δημοκρατία, αρετή είναι η ατομική ευθύνη και η συλλογική συνευθύνη, ενώ μόνο στην οχλοκρατία ή στην υποβαθμισμένη λαοκρατία είναι, αντιθέτως, ανεκτή η συμπεριφορική ασυδοσία και ο αντικοινωνικός ακτιβισμός, ακόμα και επί βασικών ατομικών δικαιωμάτων και συλλογικών δράσεων και συμπράξεων.
Ωστόσο, η αντιπολίτευση διαφώνησε (δημοκρατικά) με το πνεύμα και τις ρυθμίσεις του νόμου, λέγοντας πως ‘‘η Ιστορία των διαδηλώσεων είναι η Ιστορία του Κόσμου’’. Εντούτοις, υπό μια ‘‘βαθύτερη’’ ίσως στοχαστική προσέγγιση, εγώ υποστηρίζω ότι ‘‘η Iστορία του τρόπου που οι διαδηλώσεις λαμβάνουν χώρα και του πλαισίου που τις διέπει είναι η Ιστορία του πολιτισμένου κομματιού αυτού Κόσμου’’. Η Ελλάδα από χθες απέκτησε πλαίσιο (επί του ζητήματος) συμβατό με το σύγχρονο νεωτερικό πολιτισμικό υπόδειγμα. Εναπόκειται πια, από εδώ και μπρος, στη βούληση της Πολιτείας και στην κουλτούρα των κοινωνικών ομάδων αυτό να εφαρμοστεί.