Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΑΔΙΚΗ ΑΠΕΛΑΣΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ.

Μοιραστείτε το Άρθρο

 

 

 

Γράφει ο Δικηγόρος

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

 

Οι τρέχουσες εξελίξεις στο Προσφυγικό – Μεταναστευτικό ζήτημα είναι τόσο έντονες και συγκλονιστικές, που θαρρώ ήδη ‘‘γράφουν’’ την Ιστορία της εποχής που ζούμε, αλλά παράλληλα θα επηρεάσουν αποφασιστικά και τις μέλλουσες διεθνείς εξελίξεις. ‘‘Πάνω στην ώρα’’, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) εξέδωσε πριν λίγες μέρες μια μνημειώδη απόφασή του, στην υπόθεση ‘‘N.D. και Ν.Τ. κατά Ισπανίας’’, με βάση την οποία ‘‘χαρτογραφείται’’, σε επίπεδο διεθνούς δικαίου και ειδικότερα στο πεδίο του βαθμού και της έκτασης της προστασίας των δικαιωμάτων των προσφύγων και μεταναστών, η νομικά και δικαιοπολιτικά πρέπουσα αντίδραση των ‘‘χωρών υποδοχής’’ αλλά και η δυνατότητά τους να προβαίνουν σε ‘‘ομαδικές απελάσεις’’ αλλοδαπών.

Ας δούμε όμως την κομβική αυτή υπόθεση πιο συγκεκριμένα:  Δύο Αφρικανοί (N.D. και N.T.), ο ένας από το Μάλι και ο άλλος από την Ακτή Ελεφαντοστού, προσπάθησαν, ενταχθέντες σε μια ομάδα 600 ανθρώπων, να εισέλθουν βίαια στην  πόλη Melilla (Μελίγια) που βρίσκεται σε αφρικανικό έδαφος, στη γεωγραφική επικράτεια του Μαρόκου, αλλά ανήκει κυριαρχικά στην Ισπανία. Από τους παραπάνω ‘‘εισβολείς’’, 75 (ανάμεσα τους και οι 2 παραπάνω) κατάφεραν να περάσουν από τον πρώτο φράχτη από τους τρεις που ‘‘διαχωρίζουν’’ τη Μελίγια από το υπόλοιπο Μαρόκο και να φτάσουν στην κορυφή του εσωτερικού (δηλ. του δεύτερου) φράχτη. Η ισπανική πολιτοφυλακή (Guardia Civil) τους κατέβασε σε ισπανικό έδαφος χρησιμοποιώντας σκάλες και στη συνέχεια οι ισπανικές αρχές τους απέλασαν πίσω στο Μαρόκο.

Οι δύο Αφρικανοί παραπονέθηκαν στο ΕΔΔΑ ότι δεν εφαρμόστηκε καμία διαδικασία ταυτοποίησής τους από την ισπανική φρουρά και δεν τους δόθηκε η δυνατότητα να υποβάλουν οποιοδήποτε αίτημα εξειδικεύοντας τις ατομικές τους συνθήκες, με βάση τις οποίες έπρεπε να τύχουν διεθνούς νομικής και πολιτικής προστασίας και άρα παραμονής στην ισπανική επικράτεια.

Το ΕΔΔΑ, λοιπόν, στη συγκεκριμένη υπόθεση εξέτασε την εφαρμογή του άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι απαγορεύονται οι ομαδικές απελάσεις (collective expulsions) αλλοδαπών (aliens) από οποιοδήποτε συμβαλλόμενο στην ΕΣΔΑ κράτος. Και ειδικότερα, το Δικαστήριο βρέθηκε αντιμέτωπο με το φλέγον ερώτημα αν η άμεση και δια της βίας επιστροφή αλλοδαπών – μεταναστών στη χώρα από την οποία εισήλθαν και δη όταν αυτοί ομαδικά (en masse) και παράτυπα (unauthorized) προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα ενός κράτους-μέλους της ΕΣΔΑ και να εισέλθουν σ’ αυτό, συνιστά ‘‘ομαδική απέλαση’’ και συνεπαγωγικά προφανή παραβίαση της ΕΣΔΑ.

Καταρχάς, το ΕΔΔΑ υπογράμμισε ότι τα συμβαλλόμενα στην ΕΣΔΑ κράτη (όπως τέτοιο είναι η Ισπανία, αλλά, παρεμπιπτόντως, και η Ελλάδα βεβαίως) έχουν το δικαίωμα να ελέγχουν τα σύνορα τους και να υλοποιούν την μεταναστευτική τους πολιτική και παράλληλα τόνισε ότι σύμφωνα με τον Κώδικα της Ζώνης Σένγκεν (Schengen Borders Code), ο διασυνοριακός έλεγχος είναι προς το συμφέρον και όφελος όχι μόνο του ενεργούντος τον έλεγχο κράτους αλλά και όλων των κρατών της Ζώνης Σένγκεν. Από την άλλη όμως, ερμηνεύοντας τη σκοπιά της ΕΣΔΑ, υποστήριξε ότι τελολογικό θεμέλιο της ΕΣΔΑ είναι η εγγύηση όχι θεωρητικών αλλά πρακτικών και αποτελεσματικών (practical and affective) ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Εντρυφώντας στην ουσία, το Δικαστήριο κλήθηκε να σταθμίσει κατά πόσο η απέλαση, όπως ορίζεται στο αρ. 4 του Πρωτοκόλλου 4 της ΕΣΔΑ, καλύπτει και την έννοια της μη δυνατότητας εισόδου (της άρνησης εισόδου) σε μια χώρα από ένα συγκεκριμένο συνοριακό σημείο. Τέτοιο δε συνοριακό σημείο για τα κράτη που ανήκουν στη ζώνη Σένγκεν είναι κάθε σημείο των εξωτερικών συνόρων της ζώνης αυτής.

Έτσι, πρωταρχικά θύμισε ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 του Προσχεδίου της Επιτροπής του ΟΗΕ για το Διεθνές Δίκαιο (International Law Commission) για την απέλαση, ‘‘απέλαση’’ θεωρείται μια επίσημη κρατική ενέργεια με βάση την οποία ο αλλοδαπός εξαναγκάζεται να εγκαταλείψει την εδαφική επικράτεια ενός κράτους.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο τόνισε ότι με βάση την ‘‘Αρχή της μη επαναπροώθησης’’ (non refoulement principle), που είναι ‘‘Αρχή – Κορωνίδα’’ του Δικαίου της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αποτυπώνεται και στα άρθρα 18 και 19 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, δεν πρέπει να επαναπροωθείται ο αλλοδαπός εκεί όπου θα κινδυνεύσει ή θα υποστεί στέρηση θεμελιωδών δικαιωμάτων του.

Κατέληξε δε συμπεραίνοντας ότι η μη εισδοχή (non admission) εξομοιώνεται νομικά και ουσιαστικά με την επαναπροώθηση και μάλιστα σε τούτη την περίπτωση διευκρίνισε καίρια ότι κατά την εφαρμογή της αρχής της μη επαναπροώθησης δεν γίνεται καμία διάκριση στο status των αλλοδαπών (αν είναι νόμιμοι μετανάστες ή ‘‘λαθρομετανάστες’’, εκτοπισμένοι, αιτούντες άσυλο ή ανιθαγενείς).

Συνεπώς, το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου 4 εφαρμόζεται για κάθε συμβαλλόμενο στη ΕΣΔΑ κράτος σε καταστάσεις που οι αρμόδιες αρχές του κράτους δεν έχουν ακόμη εξετάσει τη βασιμότητα αιτήματος διεθνούς προστασίας. Άλλωστε, η άνω διεθνής Επιτροπή του ΟΗΕ (International Law Commission) εξισώνει κι αυτή την μη εισδοχή (non admission) με την ‘‘επαναπροώθηση’’ και σε κάθε αρχικό στάδιο θεωρεί ‘‘πρόσφυγα’’ κάθε πρόσωπο που αιτείται την υποβολή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η ΕΣΔΑ ακολουθεί την πρόβλεψη και τη Λογική της πρόβλεψης της Σύμβασης της Γενεύης για τους πρόσφυγες περί κατηγορηματικής απαγόρευσης της επαναπροώθησης  του αλλοδαπού σε ‘‘μη ασφαλείς’’ χώρες, δηλαδή σε χώρες, όπου, κρίνεται ότι, υφίσταται παρών και άμεσος κίνδυνος στέρησης βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αναξιοπρεπούς μεταχείρισης του αλλοδαπού.

Από την άλλη πλευρά, η Ισπανική Κυβέρνηση επιχειρηματολόγησε ότι για να υπάρξει απέλαση πρέπει πρώτα να εισέλθει ο αλλοδαπός στην χώρα ‘‘υποδοχής’’, κάτι το οποίο δεν συνέβη στην προκείμενη περίπτωση, καθώς οι αλλοδαποί είχαν ανέβει στους συνοριακούς φράχτες της Μελίγια και δεν είχαν εισέλθει στην ισπανική εδαφική επικράτεια. Το Δικαστήριο όμως θεώρησε ότι υπήρξε απέλαση (expulsion) διότι συνελήφθησαν σε έδαφος όπου οι ισπανικές αρχές είχαν κυριαρχικό δικαίωμα ελέγχου και επιβολής της θέλησής τους.

Και προχώρησε λέγοντας ότι ομαδική ή συλλογική (collective) απέλαση υφίσταται όταν εξαναγκάζονται αλλοδαποί να εγκαταλείψουν μια χώρα ομαδικώς (as a ‘‘group’’) , εκτός κι αν αυτό το μέτρο λήφθηκε επί τη βάσει μιας λογικής, σύννομης και αντικειμενικής εξέτασης κάθε αιτήματος ξεχωριστά και εξατομικευμένα. Ο δε αριθμός των ατόμων της ομάδας (group) είναι αδιάφορος, όπως και τα εθνολογικά ή θρησκευτικά χαρακτηριστικά τους. Επέκτεινε ωστόσο τον συλλογισμό του και επιχειρηματολόγησε ότι όταν όμως λαμβάνει χώρα ανά περίπτωση εξέταση αιτήματος με εκτίμηση των προσωπικών συνθηκών (personal circumstances) του καθενός αλλοδαπού, άρα όταν δίνεται στον καθένα αλλοδαπό η πραγματική και νομική δυνατότητα να υποβάλει αίτημα προς κρίση, ακόμη και αν οι απορριφθέντες απομακρύνονται από μια χώρα ομαδικά, δεν νοείται ‘‘ομαδική απέλαση’’.

Η δε δυνατότητα του αλλοδαπού, που ζητεί διεθνή προστασία, να υποβάλει οποιοδήποτε αίτημά του, θα πρέπει, σύμφωνα με το Δικαστήριο και το διεθνές δίκαιο που αυτό εφαρμόζει, να είναι γνήσια και αποτελεσματική (genuine and effective) και η εξέταση κάθε αιτήματος να τελείται υπό καθεστώτος Κράτους Δικαίου.

Η μεγάλη, σπουδαία και πανταχόθι διδακτική ‘τομή’’, που εισήγαγε το ΕΔΔΑ με την απόφασή του είναι η απόδοση βαρύνουσας σημασίας στη συμπεριφορά του εκάστοτε αλλοδαπού. Το ΕΕΔΑ δικαιοδότησε ότι δεν υπάρχει παράβαση του αρ. 4 του Πρωτοκόλλου 4 αν η έλλειψη απόφασης από τη ‘‘χώρα υποδοχής’’ σχετικά με το αν δικαιούται τελικά προστασία (ή όχι) ο αλλοδαπός οφείλεται στη συμπεριφορά του ίδιου του αλλοδαπού. Όταν αλλοδαποί εφορμούν ομαδικά και διακυβεύεται η δημόσια ασφάλεια ενός κράτους-μέλους της ΕΣΔΑ, τότε δεν μπορεί να ισχυριστούν οι αλλοδαποί ότι στερήθηκαν της δυνατότητας να υποβάλουν και δη ο καθένας τους χωριστά, εξατομικευμένα αιτήματα διεθνούς προστασίας, το οποία (υποτίθεται) δεν εξετάστηκαν καν από το ‘‘κράτος υποδοχής’’, παρά τις σαφείς υποχρεώσεις του τελευταίου που πηγάζουν από την ΕΣΔΑ.

Έτσι, η Ισπανική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι οι συγκεκριμένοι Αφρικανοί έδειξαν υπαίτια ατομική συμπεριφορά (culpable conduct) διότι δεν χρησιμοποίησαν τη νόμιμη οδό και τις προσφερόμενες από την Ισπανία διαδικασίες εγχώριου και διεθνούς δικαίου για την ‘‘είσοδο’’ τους σ’ αυτήν. Ειδικότερα, οι αλλοδαποί (Αφρικανοί) δεν υπέβαλαν αίτημα ασύλου ούτε στο συνοριακό σημείο που προβλεπόταν και τους δινόταν η ευκαιρία (Beni Enzar crossing point), ούτε στην ισπανική πρεσβεία στην πρωτεύουσα του Μαρόκου, το Rabat, ή εν πάση περιπτώσει σε οποιαδήποτε ισπανική πρεσβεία ή προξενείο ανά τον Κόσμο. Και, περαιτέρω, δεν απέδειξαν ότι εκτέθηκαν σε οποιονδήποτε κίνδυνο μετά την απέλαση τους από τις ισπανικές αρχές.

Επιπρόσθετα, το ΕΔΔΑ διασαφήνισε ότι οι χώρες της ζώνης Σένγκεν και ειδικά οι χώρες που βρίσκονται στα σύνορα της ζώνης, όπως είναι η Ισπανία (τέτοια ασφαλώς είναι και η Ελλάδα), είναι υποχρεωμένες να προσφέρουν στους εκάστοτε διακινούμενους ‘‘σημεία νόμιμης εισόδου’’ στη ζώνη Σένγκεν και δυνατότητα οργανωμένων ελέγχων στα σύνορα.

Καταληκτικά, το Δικαστήριο υποστήριξε ότι οι χώρες της ζώνης Σένγκεν μπορούν να αρνηθούν οποιαδήποτε ‘‘παράτυπη’’ είσοδο, δηλαδή ‘‘διασυνοριακή μετακίνηση’’ αλλοδαπού που δεν πραγματοποιείται από τα οργανωμένα συνοριακά σημεία ελέγχου της ζώνης αυτής και δη να αρνηθούν την είσοδο αυτή ακόμα και σε ανθρώπους που ισχυρίζονται ότι θα αιτηθούν ασύλου. Αν, επομένως, οι άνθρωποι αυτοί (αλλοδαποί), χωρίς να αποδείξουν την ύπαρξη και συνδρομή σοβαρών λόγων, επιχειρούν ομαδικά και δια της βίας να εισέλθουν στη χώρα της ζώνης Σένγκεν από ‘‘μη ελεγχόμενο’’ σημείο, η ‘‘χώρα υποδοχής’’ δύναται να αποτρέψει αυτήν την είσοδο, διότι ελέω της βιαίας και ομαδικής εισβολής στερείται προφανώς και τη δυνατότητα να ταυτοποιήσει και να ελέγξει εξατομικευμένα τους αλλοδαπούς.

Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ισπανία όντως προσέφερε τέτοιες δυνατότητες νόμιμης εισόδου σε ισπανικό έδαφος στους δύο Αφρικανούς αντιδίκους της, τις οποίες θα μπορούσαν αυτοί και να τις ‘‘χρησιμοποιήσουν’’, αλλά και να τύχουν γνήσιας και αποτελεσματικής προστασίας, αν όντως την δικαιούνταν. Εν τέλει, εξετάζοντας αν οι δύο Αφρικανοί είχαν βάσιμους και εύλογους λόγους για να μη ‘‘χρησιμοποιήσουν’’ τις προσφερόμενες από την Ισπανία νόμιμες οδούς εισόδου στη χώρα, έκρινε δεν συνέτρεχε κάτι τέτοιο και αποφάνθηκε τελικά ότι καμία παραβίαση του άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου 4 της ΕΣΔΑ δεν συνέβη στην υπόθεση τους.

Συμπερασματικά, η άνω απόφαση του ΕΔΔΑ υπενθύμισε σε όλους ότι το διεθνές δίκαιο και ειδικότερα το δίκαιο των δικαιωμάτων του ανθρώπου επιβάλλει την προστασία αυτών που την δικαιούνται και την ανθρωπιστική προσέγγιση, αλλά θέτει ταυτόχρονα κανόνες, ορίζουσες και παραμέτρους στην προστασία αυτή, που οφείλουν να γνωρίζουν και να σέβονται οι αιτούντες την προστασία αυτή. Το μάθημα για τους νομικούς ανά τον Κόσμο, τους αιτούντες προστασία, τους πληθυσμούς των ‘‘χωρών υποδοχής’’, την Ελλάδα και την Ευρώπη, είναι πραγματικά πολύτιμο.  

 

Κατερίνη, 6/3/2020

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

Relations and the political science

 


Μοιραστείτε το Άρθρο